ἐεισαμένη

ἐεισαμένη
εἴδομαι
see
aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • είδω — εἴδω (Α) Ι. 1. βλέπω, κοιτάζω, διακρίνω 2. (με επίταση) επιτηρώ, φυλάσσω, παρατηρώ 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, ερευνώ 5. συναντώ, μιλώ με κάποιον 6. δοκιμάζω, απολαμβάνω 7. μέσ. εἴδομαι α) φαίνομαι, φαίνομαι ότι β) προσποιούμαι, καμώνομαι 8.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”